ενσαλεύω

ενσαλεύω
ἐνσαλεύω (AM) [σαλεύω]
προκαλώ σάλο, ταραχή στο εσωτερικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρενσαλεύω — Α [ενσαλεύω] 1. κινούμαι εδώ κι εκεί 2. φρ. α) «μιμούμενος καὶ τοῑν ποδοῑν ὡδι παρενσαλεύων» τινάζω ψηλά τα πόδια και χορεύω β) «πρὸς αὐλὸν παρενσαλεύειν» χορεύω κατά την μελωδία τού αυλού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”